οἰσυίνη

οἰσυίνη
οἰσυΐνη , οἰσύινος
of osier
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χοίρινος — η, ο / χοίρινος, ίνη, ον, ΝΑ ο κατασκευασμένος από δέρμα χοίρου, χοιρινός (α. «χοίρινα τσαρούχια» β. «ἡ ἀσπὶς οἰσυΐνη καὶ χοιρίνη περὶ ταῑς κνήμαις», Λουκιαν.) νεοελλ. παροιμ. «γλυκό κρασί σε χοίρινο τομάρι» λέγεται για πράγματα αξίας στα οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”